- προδότης
- ο, ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. προδοτής, και θηλ. τ. προδότρια και προδότρα και προδότισσα, Ν, και θηλ. τ. προδότις, -ιδος, Α [προδίδωμι]1. αυτός που αθετεί όρκο ή ηθική αρχή ή υποχρέωση (α. «προδότης τού αγώνα» β. «προδότης τών ὅρκων», Λυσ.)2. αυτός που προδίδει στους εχθρούς την πατρίδα του (α. «ας μακραίνουνε οι προδότες», Σολωμ.β. «ούκ ἔσεσθαι ἑκόντες εἶναι προδόται τῆς Ἑλλάδος», Ηρόδ.)3. αυτός που καταδίδει κάποιον ή αποκαλύπτει τα μυστικά του, καταδότης4. αυτός που εγκαταλείπει κάποιο οικείο, συνήθως, πρόσωπο σε ώρα ανάγκης ή κινδύνου (α. «προδότης τών συμμαχητών του» β. «τοὺς προδότας γὰρ μισεῑν ἔμαθον», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.